Υπάρχουν “καλαματιανές” λέξεις; Κι όμως…(vol. 2)

υπάρχουν καλαματιανές λέξεις...κι όμως(vol. 2)

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει φράσεις ή λέξεις από παππούδες και γιαγιάδες αλλά και άτομα νεώτερης ηλικίας που στο πρώτο άκουσμα μάς δυσκόλεψαν λίγο να τις κατανοήσουμε…

Η Μεσσηνία, η Πελοπόννησος, όπως φυσικά και οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας έχουν το δικό τους – αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι – ντόπιο λεξιλόγιο, έχουν τη δική τους ντοπιολαλιά για την ακρίβεια. Όσοι, λοιπόν, κατάγονται από τη Μεσσηνία σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που τις διαβάζουν ή τις ακούν…

Παρακάτω μπορείτε να δείτε κάποιες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αλλά και χρησιμοποιούνται – λιγότερο βέβαια – στη Μεσσηνία και τις γύρω περιοχές.

Με αλφαβητική σειρά: 

Αβανιά = καταστροφή, ζημιά
Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
Ακρίθια = παρανυχίδες
Αγροικάω = ξαγρυπνώ
Ακαμάτης = τεμπέλης
Ακουμπέτι = παρα ταύτα
Αλάργα = μακριά
Αλαφιάζομαι = ξαφνιάζομαι
Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης
Αμπαρώνω = κλειδώνω
Αμπλαούμπλας = πολυλογάς, σαχλαμάρας
Αμπέχονο = καπαρντίνα
Αμπολάω = αφήνω
Αναρίγησα = ανατρίχιασα
Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε
Ανασκελώνομαι = ετοιμάζομαι να φύγω
Αξύριγος = αξύριστος
Απίδι = αχλάδι
Απόκανα = παρακουράστηκα
Αποκορωμένος = καταραμένος
Απονέρια = τα ακάθαρτα νερά
Απόπατος = τουαλέτα
Αποσταίνω = κουράζομαι
Αποσπερού = απόψε το βράδυ, αποβραδίς
Αράδα = σειρά
Αρμόλατσο = Νερό, λάδι και αλάτι στα οποία έβαζαν το παστό και το λουκάνικο μετά το κάπνισμα
Αρναούτης = ισχυρογνώμων
Ατάηγο = νηστικό
Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
Αχαμνό = αδύνατο
Αχάραγο = αφώτιστο
Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί

Βαγένι = βαρέλι
Βανιώνω = παχαίνω
Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
Βουή σας μαύρη = προσέξτε μη σας βρει κακό
Βίκα = στάμνα
Βατουριώνα, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα

Γαστέρα = κοιλιά
Γερανίζω = Μελανιάζω
Γερούτσος = γεροντοπαλίκαρο
Γράνα = χαντάκι
Γουρνοπούλα = γουρουνόπουλα
Γούτος = αρσενικό περιστέρι
Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων

Δικόνες μου = ο δικός μου
Δίσαλο = ξεραμένο ψωμί
Δόγα = σανίδα
Δριστέλια = η νεροτριβή
Δώθενε = από εδώ

Ευτού = εκεί
Εντο = νάτο
Εντοσα = ξεπιάστηκα
Εφτούνο = αυτό
Έχουτε = έχετε

Ζαλιά = φορτίο
Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό

Θέλουτε = θέλετε

Καλύβω = καλύπτω
Καμώνομαι = σωπαίνω
Καπινίζω = Καπνίζω
Καπινός  = καπνός
Κατσιβανιά = ζαβολιά
Κατσούλα = γάτα
Κατακεφαλιά = καρπαζιά
Καψερός = ο καημένος
Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
Κρησάρα = λεπτό κόσκινο
Κοπελάτος = υπηρέτης
Κουλουπώνομαι = χώνομαι ολόκληρος κάτω από τα σκεπάσματα
Κουτσούνα = κούκλα, το παιχνίδι
Κούκλα = καλαμπόκι
Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα

Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό)
Λαδούσα = Δοχείο για μεταφορά λαδιού
Λάκισε = έφυγε τρέχοντας
Λάκκος = αργαλειός
Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών
Λινάτσα = κατεργάρης, απατεώνας
Λοκάνικο = λουκάνικο
Λόπια = Φασόλια ξερά
Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι

Μαθές = λοιπόν
Μάπα= λάχανο
Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
Μάπα = λάχανο, σφουγγαρίστρα
Μούργα = κατακάθι λαδιού
Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλευρο
Μπάκα = κοιλιά
Μπάκακας = βάτραχος
Μπατανία = χοντρή κουβέρτα
Μπορούτε = μπορείτε
Μπορμπόλια = όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους
Μπόσικα = χαλαρά
Μπροστέλα =μπροστοποδιά
Μπουγέλος = κουβάς

Νάκα = φορητή κούνια μωρών
Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
Ντόνω = ξεμουδιάζω
Ντορβάς = ταγάρι

Ξείκλωτος = ατιμέλητος
Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει.
Ξεροσταλίζω = Κάθομαι και λουφάρω, τεμπελιάζω.
Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία
Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα

Ολούθε = παντού

Πάντα = μεριά, πλευρά
Παραγώνι = τζάκι
Πατάκα = πατάτα
Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί
Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
Πιλαλάω = τρέχω
Πιλάλα = τρέξιμο
Πέσε μου = πες μου
Πολιώρα = προηγουμένως
Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων
Προγκάω = τρομάζω
Προσώρας = προσωρινά

Ρεντάω = ραντίζω
Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο
Ρούγα = γειτονιά
Ρουπώνω = χορταίνω

Σαρώνω = σκουπίζω
Σακάτου = εκεί κάτω
Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα
Σβουνιά = κοπριά αγελάδας
Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
Σεργούνι = η ξεφτύλα
Σιχλός = κουβάς
Σκαρίζω = βγαίνω
Σκιάχτηκα = τρόμαξα
Σιγουρεύω = κρύβω

Τασάκι = σταχτοδοχείο
Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα
Τέτζερης = κατσαρόλα
Τι λογό = τι είδος
Τηράου=βλέπω
Τουρλώνω = φουσκώνω
Τουρνόκολα = ανάποδα
Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
Τσαλιμάκια = νάζια
Τσεμπερέκι= πόμολο
Τσουράπι= κάλτσα
Τσεμπέρι = Γυναικείο μαντήλι

Φαγανιάρης = λαίμαργος
Φλομώνω = ζαλίζω
Φούγα = οργή
Φουρφουράω = θορυβώ
Φτούνος = αυτός

Χαήλωσα = χάζεψα
χαλκοτσούκι = το μπρίκι
Χάμου = κάτω
Χαντρολέμι = κολιέ
Χαρανί = καζάνι
Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι
Χορήγι = ασβέστης
Χουγιάζω = βρίζω
Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές

ψες = χθές

Ωρέ = ρε


Δείτε το άρθρο Υπάρχουν “καλαματιανές” λέξεις; Κι όμως…(vol. 1).

Ελλαδικό