Είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του. Ένας άνθρωπος με προσωπικότητα, ευχέρεια λόγου και… άποψη. Είναι ο Ορέστης. Ο Ορέστης του Αισχύλου και του Γιάννη Χουβαρδά. Ο λόγος για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.
Με αφορμή, λοιπόν, την παράσταση “Ορέστεια” του Αισχύλου σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που παρουσιάζεται στην πόλη της Καλαμάτας τη Δευτέρα 1 και την Τρίτη 2 Αυγούστου 2016 στο Κάστρο, μιλήσαμε με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι το να μιλάς μαζί του είναι τόσο απολαυστικό όσο το να τον βλέπεις επί σκηνής.
Ας δούμε, όμως, πρώτα, ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που θεωρεί ο ίδιος πολύ ενδιαφέροντα για τη συγκεκριμένη παράσταση: Είναι μια τριλογία την οποία βλέπουμε πάρα πολύ σπάνια, ανεβαίνει περίπου κάθε 15 χρόνια. Μία παράσταση με συγκροτημένη και πολύ καθαρή πρόταση. Αυτή η πρόταση, για άλλους είναι τρομερά βατή και πάρα πολύ εύκολα εξηγήσιμη και για αυτό και αγαπούν πολύ την παράσταση και μιλάνε με λόγια διθυραμβικά, για άλλους πάλι φαίνεται περίεργη. Και η μία συμπεριφορά και η άλλη, είναι στα πλαίσια του φυσικού. Το ενδιαφέρον είναι ότι είναι μια παράσταση που είναι συνεπής ως προς την πρόθεσή της. Αξίζει ο καθένας να σχηματίσει τη δική του γνώμη , λοιπόν, για το τι είναι η Ορέστεια του Αισχύλου στη συγκεκριμένη εκδοχή…
Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση. Τι πραγματεύεται η Ορέστεια;
Η Ορέστεια είναι η μοναδική σωζόμενη τριλογία του αρχαίου δράματος, είναι τρία έργα μαζί, τα οποία, βέβαια, ορισμένες φορές παίζονται μόνα τους. Είναι ο Αγαμέμνων, οι Χοηφόροι και οι Ευμενίδες. Πραγματεύεται τον μύθο των Ατρειδών, την ιστορία δηλαδή της οικογένειας του Αγαμέμνονα, ο οποίος θυσίασε την κόρη του Ιφιγένεια για να μπορέσει να φτάσει ο Ελληνικός στόλος στην Τροία. Έλειψε 10 χρόνια, επέστρεψε νικητής, τον σκότωσε η γυναίκα του Κλυταιμνήστρα μαζί με τον εραστή της Αίγισθο, την οποία ακολούθως τιμώρησαν τα παιδιά της, εκδικούμενα τον φόνο του πατέρα τους, ο Ορέστης και η Ηλέκτρα. Είναι πολύ γνωστός ο μύθος. Τον έχουν, άλλωστε, χειριστεί και οι άλλοι τραγικοί ποιητές. Αλλά στον Αισχύλο, στην Ορέστεια, είναι η μόνη περίπτωση που βλέπουμε ολοκληρωμένο τον μύθο. Δηλαδή ξεκινάει πριν από την επιστροφή του Αγαμέμνονα και καταλήγει μέχρι και τη δίκη του Ορέστη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου καταγράφεται η έννοια της απονομής δικαιοσύνης από συμπολίτες του Ορέστη, από τους πολίτες της Αθήνας.
Εσείς ερμηνεύετε τον Ορέστη. Τι «άνθρωπος» είναι;
Δεν είναι άνθρωποι αυτοί. Δεν μπορούμε να τους ονομάσουμε ανθρώπους με τους όρους τους σημερινούς, με τα σημερινά δεδομένα, αυτά του θεάτρου του ρεαλιστικού. Είναι σύμβολα, είναι μεγέθη μεγάλα, συμπυκνώνουν ζητήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη πολύ μεγαλύτερα από αυτά που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος στη ζωή του, όπως για παράδειγμα ένας ρεαλιστικός ήρωας μιας ταινίας, μιας σημερινής θεατρικής παράστασης και γι’ αυτό και η όλη δυσκολία είναι να καταφέρεις αυτά τα μεγέθη να τα δώσεις με έναν τρόπο που να μην τα υποσκάπτει αλλά να τα προβάλλει και να μπορεί να τα κάνει καθαρά στον σύγχρονο θεατή.
Ο Ορέστης πράττει με ελεύθερη βούληση ή αποδέχεται απλώς τη μοίρα του με την έννοια του προδιαγεγραμμένου;
Αυτό που αναφέρετε είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα στην αρχαία σκέψη αν δηλαδή υπάρχει ελευθερία βούλησης. Ο Ορέστης μοιάζει από τη μια μεριά να το επιθυμεί αλλά από την άλλη να πρέπει να ακολουθήσει τις επιταγές του θεού Απόλλωνα, ο οποίος του έχει πει ότι πρέπει οπωσδήποτε να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του. Στην πραγματικότητα, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι ενεργούμενο, ενεργούμενο του θεού για να κάνει μια πράξη την οποία μπορεί να αντιληφθεί, αλλά, παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι μία πράξη που τον υπερβαίνει και τον ξεπερνά. Εκεί ακριβώς είναι και το τρομερό τραγικό του αδιέξοδο και δίλημμα, εκεί βρίσκεται και το ενδιαφέρον στην προσπάθεια της αποτύπωσης και της ερμηνείας. Στη δική μας παράσταση ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι δυο παιδιά που είναι τραυματισμένα. Ειδικά ο Ορέστης, ο οποίος έχει απομακρυνθεί από το πατρικό σπίτι και ζει στην εξορία, έχει στην ουσία αποκοπεί από την αγάπη της μάνας, είναι ένα παιδί πολύ τραυματισμένο. Η πράξη της εκδίκησης όχι μόνο τον φέρνει αντιμέτωπο με την ευθύνη αλλά τον ενηλικιώνει. Κι όταν έρχεται πια η ώρα της αθώωσης από το δικαστήριο των συνανθρώπων του, έρχεται ταυτόχρονα και η ώρα της ενηλικίωσης αλλά και της δυνατότητάς του να γίνει αυτός καινούριος φορέας της εξουσίας.
Ορέστης, Άμλετ, Οιδίποδας και όχι μόνο… όλοι αυτοί είναι ρόλοι που απλώς ερμηνεύετε ή σας επηρεάζουν και επιδρούν και στον τρόπο σκέψης σας;
Οι ρόλοι δεν επηρεάζουν τον τρόπο που κινούμαστε, δεν τους κουβαλάμε στη ζωή μας με έναν τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί ο θεατής να συμβαίνει, να συμπεριφερόμαστε σαν αυτούς, να σκεφτόμαστε σαν αυτούς. Αλλά όταν καταπιάνεσαι με έναν συγκεκριμένο ρόλο, σε απασχολούν πάρα πολύ μέσα στην καθημερινότητα σου – και ασυνείδητα – τα θέματα που θέτει. Δεν συμπεριφέρεσαι σαν τον ρόλο, δεν ταυτίζεσαι με τον ρόλο, αλλά σε απασχολεί πάρα πολύ όλο το πλαίσιο που θέτει και το πώς βλέπει αυτός ο ρόλος τον κόσμο. Με λίγα λόγια παίρνεις τα μάτια του αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο…
…πιο αποστασιοποιημένο
Πιο αποστασιοποιημένο, δηλαδή δεν μεταμορφώνεσαι στον χαρακτήρα μέσα στην πραγματική σου ζωή γιατί αυτό θα ήταν στα όρια της σχιζοφρένειας, ειδικά αν σκεφτείτε πόσες ώρες της κανονικής μας ζωής περνάμε οι ηθοποιοί υποδυόμενοι κάποιους άλλους, θα διαπιστώσετε ότι είναι πάνω από τη μισή μας ζωή. Οπότε, στην πραγματικότητα αυτό που κάνει κανείς είναι ότι βλέπει τον κόσμο με τα μάτια του ρόλου. Καταλαβαίνει δηλαδή πράγματα για τον κόσμο και για τον εαυτό του επηρεασμένος από την προβληματική του έργου και του ρόλου.
Πώς συνδέεται η Ορέστεια με τις δεκαετίες του ’40 και του ’50;
Η Ορέστεια ξεκινάει σε μια εποχή καταστροφής και χάους, πολέμων, θανάτων, μία εποχή η οποία με έναν τρόπο μπορεί να βρει μια αναλογία που να είναι σε εμάς πιο οικεία στη δεκαετία του ’40 με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η σύνδεση αυτού του αρχαιοελληνικού έργου με μία δική μας σημερινή εποχή, βοηθάει να μιλήσουμε για τον Αισχύλο, για τη χώρα και για εμάς σήμερα. Βλέποντας δηλαδή την πορεία που κάνει ο κόσμος του Αισχύλου από την καταστροφή και το χάος, στην οργάνωση και στη θεσμοθέτηση αξιών, όπως η δικαιοσύνη στο τέλος του έργου, με τον ίδιο τρόπο στην εποχή της Ελλάδας του 20ου αι. όπου ζήσαμε καταστροφές, ζήσαμε χάος και όλη η προσπάθεια που κάνουμε και τώρα ακόμη, είναι να μπορέσουμε να οργανωθούμε σε μία κοινωνία που να λειτουργεί με νόημα και με αξιοπρέπεια. Αυτή, λοιπόν, η αναλογία είναι πολύ επιτυχημένη γιατί βοηθάει και να πλησιάσουμε κάπως το μέγεθος του Αισχύλου χωρίς να τον μικρύνουμε και να μιλήσουμε με έναν τρόπο για την ιστορία της χώρας μας.
Η τραγωδία δεν έχει χώρο και χρόνο…
Καμία τραγωδία δεν ανεβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ακόμη και οι παραστάσεις που προσπαθούν να το κάνουν κατά κάποιο τρόπο, οι περισσότερες είναι άχρονες. Ο χρόνος δεν ορίζεται, είναι ένας χρόνος και ένας χώρος θεατρικός. Αλλά ακόμη και αυτές οι παραστάσεις που προσπαθούν να είναι ακαδημαϊκές, στην πραγματικότητα δεν μπορούν να βρεθούν στον χρόνο και στον χώρο της τραγωδίας γιατί αυτός είναι άγνωστος. Ξέρετε… και ο Αισχύλος όταν έγραφε, έγραφε για μια προηγούμενη από εκείνον εποχή. Το μυστικό είναι πολύ απλό και πολύ καθαρό. Οτιδήποτε είναι σήμερα κλασικό στην εποχή του ήταν σύγχρονο. Όλοι οι τρόποι είναι νόμιμοι, λοιπόν, στο θέατρο. Δεν παθαίνει, άλλωστε, κανείς τίποτα με το να κάνει δοκιμές είτε προτιμάει να κάνει πράγματα ακαδημαϊκά είτε κάνοντας κάτι πιο πρωτοποριακό. Στην πραγματικότητα αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι αυτό που σε ενδιαφέρει είναι να επικοινωνήσεις με την εποχή σου και όλοι οι τρόποι είναι νόμιμοι.
Με ποιον τρόπο δύναται να επιδράσει στον ψυχισμό του θεατή; Με τι μηνύματα φεύγει ο τελευταίος;
Ο θεατής δεν είναι ένα πρόσωπο. Δεν υπάρχει ο θεατής, δεν υπάρχει το κοινό. Το κοινό μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, με διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Οι θεατές ξεκινούν, άλλωστε, από διαφορετικές αφετηρίες και οδηγούνται, φυσικά, σε διαφορετικά συμπεράσματα. Το μόνο που τους κρατάει δεμένους είναι ότι παρακολουθούν μια παράσταση, την ίδια ώρα, μαζί. Δεν είναι δηλαδή όπως ο αναγνώστης του βιβλίου. Οπότε, κάτι που κάνεις, μπορεί την ίδια μέρα κάποιον να τον αγγίξει βαθιά, να τον διαπεράσει, να το θυμάται, ακόμη και να τον μετακινήσει λίγο εσωτερικά. Κάποιος άλλος μπορεί να αδιαφορήσει, κάποιος μπορεί να θυμώσει, κάποιος μπορεί να μην καταλάβει και κάποιος άλλος να καταλάβει άλλα από αυτά που εννοούσες εσύ.
Και μια ερώτηση σχετικά με την Καλαμάτα. Έχετε ξαναπαίξει στην πόλη μας;
Έχει τύχει να παίξω δύο φορές στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης, που είναι εξαιρετικός, μία φορά στο στάδιο και μία στο θέατρο. Αυτήν τη φορά θα παίξουμε στο κάστρο, στο οποίο δεν έχω ξαναβρεθεί και χαίρομαι, γιατί, όπως μου λένε είναι θαυμάσιος χώρος.