Παρατηρώντας ένα παιδί, είναι εύκολο για κάποιον να καταλάβει τί του αρέσει και τί όχι. Τί του είναι ευχάριστο και τί του προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα. Αν κάτι δεν το θέλει, γκρινιάζει. Αν κάτι το δυσαρεστεί, το δείχνει. Η συμπεριφορά του έχει μια αυθεντικότητα. Αν δεν θέλει να δώσει το παιχνίδι του, δεν το δίνει. Είναι πιστό στο συναίσθημα του, βρίσκεται σε αρμονία με αυτό που νιώθει κάθε στιγμή.
Τα χρόνια περνούν, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Αν το συγκεκριμένο παιδί δεν σταθεί ιδιαίτερα τυχερό, ώστε να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η αποδοχή και ο αλληλοσεβασμός, αλλά, αντίθετα, υπάρχει παραμέληση, υπερπροστασία ή ακόμα και κακοποίηση –και όλα αυτά σε μεγάλο ή και σε μικρότερο βαθμό- μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι οι ανάγκες του και το συναίσθημα του δεν έχουν και καμιά ιδιαίτερη σημασία. Μοιραία νιώθει πως ούτε ο ίδιος.
Μεγαλώνουμε, λοιπόν, χωρίς να γνωρίζουμε αλλά και χωρίς να παίρνουμε στα σοβαρά τον εαυτό μας. Έτσι, κάπως καταλήγει συχνά αυτό το «όχι» μας, να ειπώνεται πολύ δύσκολα σε κάτι ή σε κάποιον, χωρίς να ακολουθήσουν οι περιβόητες ενοχές μετά. Φαντάζει απλά δυσβάσταχτο και στην άλλη άκρη του μυαλού μας, φανταζόμαστε τα χειρότερα σενάρια. Σαν να φοβόμαστε ότι το όχι μας, θα έχει παρενέργειες στη ζωή μας, ότι θα τιμωρηθούμε με κάποιον τρόπο για αυτή μας την αδυναμία να βοηθήσουμε, να είμαστε πάντα εκεί όταν οι άλλοι μας χρειάζονται.
Το όχι, όμως, είναι πάνω από όλα, ένας τρόπος για να βάλουμε όρια στον εαυτό μας και στους άλλους. Ένας τρόπος, για να δείξουμε στον κόσμο το ποιοι πραγματικά είμαστε, το τι είναι σημαντικό για εμάς. Η διαφύλαξη της ακεραιότητας μας και το πάρσιμο της προσωπικής μας ευθύνης. Γιατί μέσα από το ναι μας, πολλές φορές κρύβουμε τον αληθινό μας εαυτό και τις επιθυμίες του από τους άλλους, αλλά και από εμάς τους ίδιους. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε κουτάκια και κανόνες, φτιαγμένα από ναι που μας δίνουν την αίσθηση μιας ψευδοασφάλειας. Μα πληγωνόμαστε βαθιά, όταν το όχι των άλλων, όταν αυτό έρχεται, απειλεί να καταρρίψει τους παραπάνω κανόνες μας. Τότε είναι που χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας και μένουμε μετέωροι στο κενό.
Μερικές φορές δε, τη διαφύλαξη των ορίων μας, τη μπερδεύουμε με τον εγωισμό. Σκεφτόμαστε «αν πω όχι, ο άλλος τι θα σκεφτεί για εμένα; Ίσως δεν του αρέσω πια, ίσως με εγκαταλείψει». Σε αυτήν την διαδικασία φαίνεται να ξεχνάμε πως αυτοί που αξίζουν να είναι δίπλα μας, θα πρέπει να είναι άτομα με κατανόηση, που μας ξέρουν και που μας αποδέχονται για αυτό που είμαστε. Οι σχέσεις οι αληθινές, οι βασισμένες σε αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν τελειώνουν σε ένα όχι. Ίσως δοκιμάζονται μερικές φορές, αλλά είναι ακριβώς οι δοκιμασίες που τις κάνουν πιο δυνατές στο πέρασμα του χρόνου, βαθύτερες.
Οπότε την επόμενη φορά που κάποιος μας ζητήσει κάτι για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι, ας πάρουμε λίγο χρόνο πριν απαντήσουμε και ας αναρωτηθούμε:
Πώς νιώθω για αυτό που μου ζητούν να κάνω; Είναι κάτι που συνάδει με τις αξίες μου, με το ποιός/α είμαι σαν άνθρωπος;
Υπάρχει όντως η αντικειμενική ανάγκη ή είναι η αδυναμία του άλλου να αναλάβει τις ευθύνες του και να «μεγαλώσει»; Τον βοηθάω ουσιαστικά μέσα από τη βοήθεια που του προσφέρω ή άθελα μου τον κρατάω μικρό;
Πώς έχω νιώσει σε αντίστοιχες καταστάσεις; Δηλαδή πως ένιωσα στο παρελθόν όταν είπα το ναι σε κάτι παρόμοιο που μου ζητήθηκε από τον ίδιο ή από κάποιον άλλον; Είναι κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει διαφορετικά;
Και τέλος: Θέλω εν τέλει να πω αυτό το ναι; Και αν νιώθω αναγκασμένος να το πω, τι λέει αυτό για εμένα και για τη σχέση μου με το συγκεκριμένο άτομο; Είναι πραγματικά ισότιμη;
Άλλωστε, αν το σκεφτούμε, μέσα από τα δικά μας ναι και όχι δεν καθορίζονται οι ζωές μας;
Συμβουλευτική Ψυχολόγος MSc
Ψυχοθεραπεύτρια
Καλαμάτα