Πέρα από τις βασικές ανάγκες για την επιβίωση που έχουν να κάνουν με την εξασφάλιση τροφής και στέγης, ο άνθρωπος για να νιώθει πληρότητα χρειάζεται το αίσθημα του «ανήκειν». Χρειάζεται να νιώθει ότι ανήκει σε μια ομάδα, ότι οι άλλοι τον αποδέχονται σαν μέλος αυτής, ότι πιστεύει σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του, κάτι το οποίο δίνει νόημα στη ζωή του και του δίνει κίνητρο να εξελίσσεται.
Αναγκαίο είναι, επίσης, να καλυφθούν και οι βαθύτερες συναισθηματικές ανάγκες του μέσα από τη συντροφικότητα. Μέσα από μια σχέση σημαντικό είναι να παίρνουμε συναισθηματική στήριξη, επιβεβαίωση και τρυφερότητα. Όλα αυτά μας βοηθούν να στεκόμαστε με αυτοπεποίθηση απέναντι στη ζωή και να αναπτυσσόμαστε σε προσωπικό επίπεδο.
Πολλές φορές, όμως, μια σχέση αντί να μας βοηθήσει στο να νιώσουμε την πληρότητα και να προχωρήσουμε προς την υλοποίηση των ονείρων μας, μπορεί, αντιθέτως, να μας πάει «πίσω». Αυτό συμβαίνει όταν οι καυγάδες, οι διαφωνίες και οι εντάσεις γίνονται καθημερινότητα. Με τόσο «θόρυβο» τριγύρω πολλές φορές, είναι δύσκολο να επικεντρωθούμε σε όλα τα υπόλοιπα που μας αφορούν και που ζητούν την προσοχή μας.
«Μην τολμώντας να ρισκάρουμε τον πόνο διαιωνίζουμε αδιέξοδες καταστάσεις»
Τι μας κρατά, όμως, σε αυτές τις σχέσεις και δεν φεύγουμε;
Ένας σημαντικός λόγος είναι ο φόβος. Φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι. Κάπου έχουμε πειστεί πως αυτή είναι η πραγματικότητα μας. Έχουμε εκλογικεύσει το νόημα των σχέσεων και της ευτυχίας και αφού το «τέλειο δεν υπάρχει» μένουμε στην όποια σχέση υπομένοντας τις άσχημες στιγμές.
Τα κοινωνικά στερεότυπα που μας θέλουν «ζευγαρωμένους». Από μια ηλικία και ύστερα κάποιος που επιμένει να μένει εργένης αντιμετωπίζεται ως κάτι περίεργο από τον κοινωνικό του περίγυρο.
Για πολλούς ανθρώπους είναι δύσκολο να νιώσουν ότι αξίζουν να έχουν κάτι καλό στη ζωή τους. Η σχέση τους, λοιπόν, καθρεφτίζει αυτό ακριβώς τους το πιστεύω. Ακόμα και όταν η συμπεριφορά του συντρόφου τους είναι άσχημη απέναντι τους, αυτοί το βιώνουν σαν κάτι το φυσιολογικό αφού έχουν συνηθίσει να ζουν έτσι.
Δεν θέλουμε να προδώσουμε το «όνειρο» που κάποτε αυτή η σχέση μας υποσχέθηκε. Η σχέση αυτή μπορεί από καιρό να έχει χάσει την αίγλη της, αλλά επειδή κάποτε πιστέψαμε σε αυτήν, μένουμε με την ελπίδα πώς κάποτε η ομορφιά της αρχής της, θα αναβιώσει. Δυστυχώς συχνά περνά ο καιρός και κάποια πράγματα συνεχίζουν να μη λειτουργούν.
Νομίζουμε ότι ο άλλος θα πληγωθεί ανεπανόρθωτα αν εμείς τον εγκαταλείψουμε. Στην ουσία, όμως, τον εαυτό μας δεν θέλουμε να πληγώσουμε και να ρισκάρουμε να πάρουμε την ευθύνη του τέλους με ό,τι και αν αυτό συνεπάγεται. Γιατί τελικά, αυτό που είναι να γίνει, θα γίνει. Στο μεταξύ θα έχουμε καθυστερήσει τον εαυτό μας αλλά και τον άλλον άνθρωπο από το να βρει κάποιον με τον οποίο θα είναι πραγματικά χαρούμενος και θα τον αγαπήσει όπως του αξίζει. Και το ίδιο φυσικά ισχύει και για εμάς.
Άλλοι λόγοι για τους οποίους ένα ζευγάρι μπορεί να μένει μαζί -ειδικά σε περίπτωση που είναι παντρεμένο- συχνά έχουν να κάνουν με οικονομικούς λόγους ή με τον φόβο ότι ένα διαζύγιο θα καταστρέψει την ψυχική υγεία των παιδιών αν υπάρχουν. Ένα συνεχώς φορτισμένο κλίμα στο σπίτι όμως, κάνει πολύ περισσότερη ζημιά, στην ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη ενός παιδιού από ότι ένας επικείμενος χωρισμός των γονέων.
Τέλος, αν δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και να αποδεχτούμε εμάς πώς θα μπορέσουμε να αγαπήσουμε και να αποδεχτούμε έναν άλλον άνθρωπο; Έτσι φτάνουμε να λέμε «σ’αγαπάω» με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο, χωρίς να κατανοούμε τη βαθύτερη σημασία της λέξης. Για να μπορέσουμε να κάνουμε μια όμορφη σχέση με κάποιον, χρειάζεται να έχουμε μάθει να αγαπάμε τον εαυτό μας πρώτα. Για να αποκτήσει έτσι το «σε αγαπώ», ένα βαθύτερο νόημα που να έχει και ένα πραγματικό αντίκρυσμα, στην καθημερινότητα μας.
Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, τις ζωές μας και ας αξιολογήσουμε κατά πόσο η καθημερινότητα τους, μας εκφράζει. Κάνουμε τα πράγματα που πραγματικά θέλουμε; Η σχέση μας είναι αυτή που ονειρευτήκαμε; Και αν όχι, γιατί; Παίρνοντας την ευθύνη που μας αναλογεί, μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό, ξεκινώντας από τους εαυτούς μας; Ή θα συνεχίσουμε να παραμένουμε σε αυτήν για τους λάθος, όμως, λόγους; Ας μην ξεχνάμε ποτέ, πως η τελική απόφαση για το πως θέλουμε να ζήσουμε, είναι δική μας, αφού κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εμάς, αυτό που μας συμβαίνει, όταν οι «πόρτες» κλείνουν.
Συμβουλευτική Ψυχολόγος MSc
Ψυχοθεραπεύτρια
Καλαμάτα