Ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Οθωμανού δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση το 1821, υπήρξε το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. 

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας, καθώς πέτυχε την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και συνεπώς την παρουσία της Ελλάδας, ύστερα από έκλειψη αιώνων, στον πολιτικό χάρτη του κόσμου.

Οι μάχες που δόθηκαν όλα εκείνα τα χρόνια ήταν αμέτρητες. Άλλες οδήγησαν σε μεγάλες νίκες και θριάμβους και άλλες σε βαριές ήττες και πένθος.

Στη συνέχεια, συγκεντρώσαμε 7 από τις κρισιμότερες μάχες της ταραγμένης εκείνης περιόδου που καταγράφηκαν στη Μεσσηνία.

Η Απελευθέρωση της Καλαμάτας – 23/3/1821

Στις 23 Μαρτίου 1821, η Καλαμάτα απελευθερώθηκε πρώτη από τον τουρκικό ζυγό, ξεκινώντας ουσιαστικά την Ελληνική Επανάσταση. 

Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι δεν χρειάστηκε να «πέσει» ούτε βόλι. Ο λόγος ήταν ότι ο βοεβόδας της Καλαμάτας, Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου, θέλοντας να αντιμετωπίσει ύποπτες κινήσεις Ελλήνων στην περιοχή, τις προηγούμενες ημέρες, ζήτησε τη βοήθεια των προκρίτων της Μάνης αγνοώντας, ότι στις 17 Μαρτίου εκείνοι είχαν υψώσει τη σημαία της Επανάστασης.

Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει ο Αρναούτογλου είδε την Καλαμάτα να περικυκλώνεται από χιλιάδες ένοπλους Έλληνες.

Όταν το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου 1821 οι επαναστάτες εισέρχονται στην Καλαμάτα και συγκεκριμένα, μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, οι ιερείς ευλογούν τις σημαίες και ορκίζουν τους αγωνιστές.

Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών, που αποφάσισαν τη δημιουργία μιας επαναστατικής επιτροπής, την οποία ονόμασαν «Μεσσηνιακή Γερουσία», για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα. Η ηγεσία της ανατέθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφερε τον τίτλο «Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού στρατού». Την ίδια μέρα, η «Μεσσηνιακή Γερουσία», με Προκήρυξή της προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, γνωστοποιεί ότι οι Πελληνεύς ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία τους.

Η Μάχη των Κρεμμυδιών στην Πύλο – 7/4/1825

Το χειμώνα του 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη. Οι Έλληνες ήταν διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, που παραμερίστηκαν από τους νησιώτες και τους Στερεοελλαδίτες στο Εκτελεστικό σώμα, με σύμμαχο και τον Κολοκοτρώνη δεν αναγνώρισαν τη νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 1824 και καλούσαν το λαό σε ανταρσία.

Οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Πελοπόννησο προκαλώντας καταστροφές και έπιασαν τους προκρίτους της Πελοποννήσου μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τους φυλάκισαν στην Ύδρα. Έτσι δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τον Ιμπραήμ στο να αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο. 

Τότε η κυβέρνηση διόρισε αρχηγό τον πλοίαρχο Σκούρτη για ν΄αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, αν και η σύγκρουση δε θα γινόταν στη θάλασσα αλλά στην ξηρά. Η περιοχή Γλυκοριζάκι Κρεμμυδίων ήταν εντελώς ακατάλληλη για τις ελληνικές δυνάμεις. Ο πλοίαρχος Σκούρτης δεν γνώριζε πολλά πράγματα από πολέμους ξηράς και οδήγησε τα ελληνικά στρατεύματα να δώσουν μάχη στη μέσηστον κάμπο. Το σχήμα μισοφέγγαρου που έδωσε στις ελληνικές δυνάμεις με τους Σουλιώτες και τους Ρουμελιώτες στα κέρατα αποδείχτηκε στην πράξη ότι ήταν εντελώς λανθασμένο. 

Μάλιστα για το πώς θα παραταχθούν στη μάχη οι ελληνικές δυνάμεις υπήρξε έντονη διαφωνία και λογομαχίαανάμεσα στο Σκούρτη καιστον Καραϊσκάκη. Έτσι εύκολα ο Ιμπραήμ διέλυσε το στρατό του Σκούρτη στη μάχη στο Κρεμμύδι και ανενόχλητος κατέλαβε τη Μεσσηνία. 

Στη μάχη αυτή παρατάχθηκε ελληνικός στρατός υπό τον Υδραίο διοικητή Δ. Σκούρτη , μαζι με Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, ο Παπατσώρης, ο Τζαβέλας, ο Γεωργιάδης, ο Βάρβογλης, Δεμπεγιωτης κ,ά, μαζί με πρόσθετα στρατεύματα από Σουλιώτες και Στερεοελλαδίτες υπό τις διαταγές του Κίτσου Τζαβέλα, του Κίτσου Μπότσαρη και του Καραϊσκάκη.

Λόγω κακής παράταξης, οι Έλληνες περικυκλώθηκαν και μετά από απώλεια 500 ανδρών αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Η πτώση της Σφακτηρίας – 26/4/1825

Στις 26 Απριλίου 1825, με αποβατική επιχείρηση, ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη βραχονησίδα Σφακτηρία στην είσοδο του όρμου του Ναυαρίνου και προξένησε βαρύτατες απώλειες στους Έλληνες υπερασπιστές της. Ήταν ένα σημαντικό επεισόδιο στη μακρά πορεία της Επανάστασης του ’21, που συνετέλεσε στην αφύπνιση των επαναστατημένων Ελλήνων, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν απασχολημένοι με τις εμφύλιες διαμάχες τους.

Μετά τη νίκη του στο Κρεμμύδι (7 Απριλίου 1825), ο Ιμπραήμ Πασάς στράφηκε κατά της Σφακτηρίας, της απόκρημνης βραχονησίδας που εκτείνεται μπροστά από τον όρμο του Ναυαρίνου, σε απόσταση 150 μέτρων από την Πύλο. Στόχος του Αιγύπτιου στρατηλάτη ήταν η κατάληψή της, που θα διευκόλυνε τις επιχειρήσεις του κατά του Παλαιοκάστρου και του Νεόκαστρου, των δύο οχυρών φρουρίων της Πύλου.

Οι Έλληνες είχαν προνοήσει να οχυρώσουν τη Σφακτηρία με 1.000 άνδρες και οκτώ κανόνια, ενώ το νησί προστάτευαν τρία σπετσιώτικα πλοία και ο «Άρης» του Υδραίου Αναστασίου Τσαμαδού. Την οργάνωση της άμυνας είχε αναλάβει αυτοπροσώπως ο Υπουργός Πολέμου Αναγνωσταράς (Χρήστος Παπαγεωργίου το πραγματικό του όνομα). Στο νησί βρίσκονταν ακόμη ο απεσταλμένος του Εκτελεστικού (κυβέρνησης) Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι φιλέλληνες Σανταρόζα και Γκρασέ.

Η επίθεση των Αιγυπτίων άρχισε το μεσημέρι της 26ης Απριλίου, αρχικά με σφοδρό κανονιοβολισμό της Σφακτηρίας και στη συνέχεια με αποβατική επιχείρηση κατά κύματα τριών χιλιάδων πεζοναυτών, των οποίων ηγούντο Γάλλοι αξιωματικοί. Οι υπερασπιστές της Σφακτηρίας ανταπέδωσαν τα πυρά, αλλά δεν μπόρεσαν να αντέξουν στην υπέρτερη εχθρική δύναμη. Η μάχη ήταν άνιση και γρήγορα ο Ιμπραήμ πέτυχε τον σκοπό του κι έγινε κύριος της Σφακτηρίας.

Οι υπερασπιστές της Σφακτηρίας είχαν μεγάλες απώλειες: 350 νεκρούς, ανάμεσά τους ο Αναγνωσταράς, ο Αναστάσιος Τσαμαδός και ο ιταλός φιλέλληνας κόμης Σανταρόζα, και 200 αιχμαλώτους. Οι υπόλοιποι κατόρθωσαν να διασωθούν κολυμπώντας στην απέναντι ακτή. Ο Μαυροκορδάτος σώθηκε την τελευταία στιγμή με το πλοίο «Άρης», που αν και «λαβωμένο», κατόρθωσε να διαφύγει από τα εχθρικά πολεμικά και να ανοιχθεί στο πέλαγος.

Η πτώση του Νεόκαστρου της Πύλου – 6/5/1825

Το Νεόκαστρο είχε παραμείνει στην κατοχή των Ελλήνων από τις αρχές της Επανάστασης, τον Απρίλιο του 1821. Οι Τούρκοι επανειλημμένα αλλά και μάταια προσπάθησαν να το πορθήσουν. Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ ήρθε στην Πελοπόννησο διάλεξε το λιμάνι της Πύλου ως ορμητήριο και επιδόθηκε στην κυρίευση των φρουρίων Πύλου και Νεοκάστρου και της νήσου Σφακτηρίας. 

Οι Έλληνες αμύνονταν με απόγνωση και υπεράσπιζαν τα τρία αυτά σπουδαία σημεία της άμυνας. Ο εχθρός όμως ήταν ανώτερος και υπεράριθμος. Τον Απρίλιο του 1825 η Ελληνική κυβέρνηση τοποθέτησε στο Νεόκαστρο 1.500 περίπου πολεμιστές.Το πυροβολικό του φρουρίου περιελάμβανε 50 περίπου πυροβόλα παλιά και μπήκε υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Καλλέργη. Εκτός από αυτούς ήταν και ένα σώμα Κεφαλλονιτών υπό τις διαταγές του Σπύρου Πανά. Η σφοδρή επίθεση Του Ιμπραήμ απέτυχε, και επειδή δεν μπόρεσε να πάρει το κάστρο πρότεινε στους Έλληνες πολιορκημένους να παραδοθούν. Αυτοί αρνήθηκαν ασυζητητί. 

Ο Ιμπραήμ έστησε τακτική πολιορκία. Ύψωσε τηλεβολοστάσια πυροβόλων και βομβοβόλων, τους έκοψε το νερό, και μετά από σφοδρότατο κανονιοβολισμό κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στο τοίχος. Αμέσως επιχείρησε αποφασιστική έφοδο με τακτικά συντάγματα Αιγυπτίων και άτακτα επίλεκτων Αλβανών. Οι πολιορκούμενοι αντεπιτέθηκαν ηρωικά, απέκρουσαν την έφοδο, έφραξαν τα ρήγματα και κάναν μεγάλη φθορά στον εχθρό. Μετά την αποτυχία αυτή ο Ιμπραήμ σταμάτησε τις επιθέσεις και στράφηκε στην Σφακτηρία, την οποία κατέκτησε. Μετά την πτώση της Σφακτηρίας οι πολιορκημένοι του Νεόκαστρου βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αφού είχαν πλέον αποκλεισθεί από ξηρά και θάλασσα. Αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Οι συνθήκες της παράδοσης υπογράφτηκαν στις 6 Μαΐου στην σκηνή του Ιμπραήμ. Εκτός από τους αρχηγούς και τους καπεταναίους που κράτησαν τα όπλα τους, όλοι οι άλλοι αφοπλίστηκαν και μεταφέρθηκαν με ουδέτερα σκάφη στην Καλαμάτα. Ο Ιμπραήμ κράτησε για ομήρους τον Μαυρομιχάλη και τον Γιατράκο, για να τους ανταλλάξει με δύο πασάδες που είχαν αιχμαλωτίσει οι Έλληνες. 

Η Μάχη στο Μανιάκι 20/5/1825

Στις 19 Μαΐου, φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατευθυνόμενα από το Ναυαρίνο προς τα ηπειρωτικά. Ο στρατός του Ιμπραήμ ήταν εντυπωσιακός σε αριθμό. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο αγωνιστής Φωτάκος. Στη θέα αυτή, περισσότεροι από 1.000 Έλληνες πανικοβλήθηκαν και αφήνοντας τις θέσεις τους, διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές. Έτσι η ελληνική δύναμη αριθμούσε πια περί τους 300 πολεμιστές. Η ήττα ήταν σίγουρη, το ίδιο και ο θάνατος εκείνη την ημέρα γιαυτό και η απόφαση να παραμείνουν στις θέσεις τους και να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιο στρατό ήταν μια ηρωική πράξη.

Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν θα ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι οι τελευταίοι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Έτσι συμπλήρωσαν την κύκλωση και επιτέθηκαν με διαδοχικές εφόδους οι οποίες αποκρούστηκαν. Κατά το μεσημέρι ο στρατός του Ιμπραήμ σταμάτησε τις επιθέσεις για να γευματίσει. Τότε οι άλλοι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλευσαν τον Παπαφλέσσα να επιχειρηθεί έξοδος ώστε να γλυτώσουν όσο γίνεται περισσότεροι πολεμιστές, καθώς θα τους βοηθούσε το ορεινό έδαφος. Ωστόσο ο Παπαφλέσσας δεν δέχθηκε για διάφορους λόγους. Όχι μόνο ήταν οργισμένος που εγκαταλείφθηκε από τους άνδρες του και δεν ήθελε να γυρίσει ηττημένος στο Ναύπλιο αλλά επίσης πίστευε ότι ελάχιστοι θα γλύτωναν από τα πυρά του αιγυπτιακού τακτικού στρατού. Επιπλέον, ήταν βέβαιος πως σύντομα θα κατέφθαναν οι ενισχύσεις. Όταν οι Αιγύπτιοι πραγματοποίησαν γενική έφοδο, εισέβαλαν στα ταμπούρια των Ελλήνων και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα του οποίου το σώμα και το κεφάλι βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία. Ελάχιστοι μόνο κατάφεραν να διαφύγουν πολεμώντας σκληρά, μέσα από μια ρεματιά, την έξοδο της οποίας φρουρούσαν οι Αιγύπτιοι.

Οι ενισχύσεις που περίμενε ο Παπαφλέσσας δεν έφθασαν ποτέ. Οι 1.500 άνδρες του Δημήτρη Πλαπούτα έριξαν από μακριά μερικές τουφεκιές για να δώσουν θάρρος στον Παπαφλέσσα, ενώ ο αδελφός του, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες, και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης με άλλους 1.000 αγωνιστές, έμαθαν για την καταστροφή όταν έφτασαν στο χωριό Κουτήφαρι και επέστρεψαν στις βάσεις τους.

Η αναγνώριση

Ακόμη και έπειτα από πολλά χρόνια, βρίσκονταν στον τόπο της μάχης τα σχισμένα από τις σπαθιές κρανία των νεκρών, Ελλήνων και Αιγυπτίων. Ήταν άνιση μάχη και ο Παπαφλέσσας χαρακτηρίστηκε, σε λιθογραφία της εποχής που τυπώθηκε στο Παρίσι, «νέος Λεωνίδας».

Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της Επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν (και βρίσκεται ακόμα και σήμερα) εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ θαύμασε το επιβλητικό παράστημα του νεκρού Παπαφλέσσα και είπε, κατά τον Φωτάκο, «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν». Κατά μία λαϊκή αφήγηση, τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.

Η Μάχη της Βέργας 22 – 25/6/1826

Ο Ιμπραήμ αρχικά προσκάλεσε τον Μαυρομιχάλη να παραδοθεί, όταν όμως αυτός αρνήθηκε, ξεκίνησε με 7.000 πεζικό και ιππείς, από την Καλαμάτα κατά της Μάνης. Στο χωριό Αλμυρό μαζεύτηκαν περίπου 1.000 Μανιάτες υπό τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και έπιασαν την Βέργα. Στις 20 Ιουνίου του 1826 ο Αιγυπτιακός στόλος κανονιοβόλησε τις ελληνικές παράκτιες θέσεις, χωρίς όμως να προκληθούν φθορές στους αμυνόμενους. Η κυρίως μάχη, που ξεκίνησε δυο μέρες μετά, υπήρξε σφοδρή και φονικότατη. Διήρκεσε επί ένα δεκάωρο και κατά την εξέλιξή της επιχειρήθηκαν δέκα αλλεπάλληλες έφοδοι των τουρκοαιγυπτίων, που όλες τους αποκρούσθηκαν επιτυχώς από τους Έλληνες.

Έως το βράδυ της 22ας Ιουνίου περίπου 500 επιτιθέμενοι είχαν σκοτωθεί, ενώ πολλαπλάσιοι ήταν οι τραυματίες. Την ελληνική νίκη γνωστοποίησαν αυθημερόν οι άρχηγοί με επιστολή τους προς τη διοίκηση, αναφέροντας χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Δυο μέρες μετά (24 Ιουνίου) ο Ιμπραήμ θέλησε να επαναλάβει την επίθεση από ξηρά και θάλασσα, αυτή τη φορά σε εκτεταμένο μέτωπο, που απλωνόταν από το Διρό μέχρι τη Τζίμοβα. Και αυτή τη φορά όμως η αντίσταση των Μανιατών (που αυτοαποκαλούνταν Σπαρτιάτες, θέλοντας έτσι να καταδείξουν τη στενή ιστορική συγγένεια που τους συνέδεε με τους σκληροτράχηλους προγόνους τους) υπήρξε ακατάβλητη. Οι Μανιάτες απόκρουσαν τους εισβολείς και κατά μέτωπο και με τα πυρά από δυο βρίκια από την θάλασσα. Ο Ιμπραήμ αποφάσισε τότε να επιχειρήσει απόβαση 1.500 Αιγυπτίων πεζών στο Διρό. Το σώμα αυτό αποβιβάστηκε και προέλασε προς τα Τσαπαλιανά, όπου κατατροπώθηκε από τα πυρά των γύρω Μανιατών. Ακόμα και οι γυναίκες, αλλά και γέροντες, ακόμη και πολλά παιδιά, τους υποδέχτηκαν με τα δρεπάνια στο χέρι. Μετά από σκληρό αγώνα οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν και πάλι και έφυγαν. Ο Ιμπραήμ διέταξε τότε νέα επίθεση στην Βέργα στις 25 Ιουνίου, η οποία απέτυχε όπως και οι προηγούμενες. 

Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου 8/10/1827

6 χρόνια μετά την εξέγερση των Ελλήνων στην Καλαμάτα, κι ενώ η επανάσταση μετράει σπουδαίες νίκες και τραγικές μα ηρωικές στιγμές, ολόκληρη η Ελλάδα, εκτός από ένα κομμάτι στην ανατολική Πελοπόννησο, βρίσκεται ξανά στα χέρια των Τούρκων με τη συνδρομή των Αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ.

Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, οι Έλληνες αποφυλακίζουν τον Κωλοκοτρώνη από το μικροσκοπικό κελί του στο Ναύπλιο, κι αυτός, αφήνοντας πίσω του τα χρόνια του εγκλεισμού του, αναλαμβάνει την αντίσταση στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρενοχλώντας τα τουρκικά στρατεύματα με μια μορφή κλεφτοπόλεμου χωρίς να έχει το στρατό να κάνει τίποτε άλλο. Μέσα σε όλα, οι μεγάλες δυνάμεις με κυριότερο εκφραστή τον ανθέλληνα Αυστριακό Μέτερνιχ, κρατούν μια αδιάφορη εώς απόλυτα εχθρική στάση απέναντι στην χώρα μας κι όλοι πια ξέρουν πως η Ελλάδα είναι καταδικασμένη.

Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α’, απαθής προς το ενδεχόμενο ανεξαρτησίας της Ελλάδας, πεθαίνει. Ο αδελφός του Νικόλαος που τον διαδέχεται επιθυμεί η Ρωσία να αναδειχθεί ως μεγάλη δύναμη και να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο σε διεθνή ζητήματα όπως αυτό της Ελλάδας. Οι βρετανοί, που δεν θέλουν να αφήσουν τους Ρώσουν να κινούνται ανενόχλητοι, υπογράφουν μαζί τους το Πρωτόκολο της Αγίας Πετρούπολης με το οποίο συμφωνούν να μεσολαβήσουν ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους για ένα αυτόνομο ελληνικό κράτος υποτελές όμως στον σουλτάνο. Μετά από διπλωματικό παρασκήνιο, η Γαλλία εντάσσεται κι αυτή στον άτυπο συνασπισμό Αγγλίας – Ρωσίας.

Ο σουλτάνος, που έβλεπε την ξεκάθαρη επικράτηση των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων στην ξηρά, δεν δέχεται να κάνει καμία διαπραγμάτευση και χαρακτηρίζει το Πρωτόκολο “άχρηστο κομάτι χαρτί”. Αυτό οδηγεί τους τρεις συμμάχους να υπογράψουν τη Συνθήκη του Λονδίνου την 6η Ιουλίου του 1827 με την οποία προσφέρονται να μεσολαβήσουν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων για να τερματιστούν οι εχθροπραξίες. Σε ένα μυστικό άρθρο της συνθήκης, όμως, συμφωνούν πως, αν η τουρκική πλευρά δεν απαντούσε ή δε δεχόταν τη μεσολάβηση, τότε οι τρεις δυνάμεις θα αναγνώριζαν την ύπαρξη ελληνικού κράτους και θα έπαιρναν όλα τα μέτρα για να τερματιστούν οι συγκρούσεις, χωρίς παρόλα αυτά να αναλάβουν στρατιωτική δράση.

Εκείνη την περίοδο ο Ιμπραήμ συνέχιζε να τρομοκρατεί τους κατοίκους της Πελοπονήσου, να καταστρέφει χωριά και καλλιέργειες και να στέλνει καθημερινά πολλούς Έλληνες στην Αίγυπτο ως σκλάβους. Παράλληλα ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος σκόπευε να επιτεθεί στην Ύδρα που θεωρούσαν πως ήταν ο βασικός τροφοδότης των δυνάμεων της αντίστασης. Οι σύμμαχοι δεν είχαν επιλογή παρά να στείλουν τους ναυάρχους Κόρδιγκτον, Δεριγνί και Χέιδεν να εφαρμόσουν ειρηνικό αποκλεισμό στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο που βρισκόταν ολόκληρος στον κόλπο του Ναυαρίνου.

Οι τρεις Ναύαρχοι, που για έναν ολόκληρο μήνα είναι αγκυροβολημένοι έξω από τη Σφακτηρία, λαμβάνουν μια επιστολή από τον Κωλοκοτρώνη η οποία αναφέρει πως βρίσκεται σε εξέλιξη γενοκτονία των Ελλήνων στη Μεσσηνία. Αμέσως στέλνουν αντιπροσωπεία στον Ιμπραήμ με σκοπό να του ζητήσουν να σταματήσει κάθε τέτοια ενέργεια. Ο Ιμπραήμ δεν δέχεται ούτε καν να τους συναντήσει και σε απάντηση ο συμμαχικός στόλος μπαίνει στον κόλπο του Ναυαρίνου για να επιτηρεί πλέον από κοντά τον τουρκοαιγυπτιακό.

Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι στόλοι είχαν πάρει θέση στον περιορισμένο χώρο του κόλπου του Ναυαρίνου. Ο Τουρκοαιγυπτιακός υπερτερεί αριθμητικά με 89 σκάφη εκ των οποίων τα 8 αυστριακά (συμβολή του Μέτερνιχ). Ο συμμαχικός στόλος έχει μόλις 27 πλοία μαζί με τις τρεις ναυαρχίδες του. H ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται όταν ένα τούρκικο πυρπολικό πλησιάζει κοντά στο πλοίο Darmouth με κυβερνήτη τον Φέλοουζ. Αυτός στέλνει αμέσως μια βάρκα με επικεφαλή τον υποπλοίαρχο Φίτσροϊ για να ζητήσει την απομάκρυνση του πυρπολικού. Οι Τούρκοι ως απάντηση σκοτώνουν τον Φίτσροϊ και τους άντρες του. Την ίδια στιγμή η γαλλική ναυαρχίδα Sirene δέχεται χτύπημα από μια αιγυπτιακή φρεγάτα και η βρετανική ναυαρχίδα Asia δέχεται τα πυρά της τούρκικης ναυαρχίδας.

Ακόμα και τότε όμως ο Κόρδιγκτον στέλνει αντιπροσωπεία στους Αγύπτιους με το μήνυμα πως δεν είχε σκοπό να συγκρουστεί αλλά μόνο να τους αναγκάσει να επιστρέψουν στις βάσεις τους σε Τουρκία και Αίγυπτο αντίστοιχα. Οι Αιγύπτιοι τότε σκοτώνουν έναν από τους αντιπροσώπους του Κόρδιγκτον, τον Έλληνα πλοηγό του, Πέτρο Μικέλη.

Ελλαδικό